- σαρακοστιανός
- και σαρακοστινός, -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην σαρακοστή, νηστήσιμος2. (κατ' επέκτ.) κάθε είδος τροφής που δεν έχει ζωική προέλευση και τρώγεται κατά την περίοδο τής νηστείας3. μτφ. άνθρωπος υπερβολικά αδύνατος, κοκαλιάρης, ξερακιανός4. το ουδ. ως ουσ. το σαρακοστιανόνηστήσιμη τροφή.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σαρακοστιανός < σαρακοστή + κατάλ. -ιανός (πρβλ. μεσημερ-ιανός), ενώ ο τ. σαρακοστινός < σαρακοστή + κατάλ. -ινός (πρβλ. μεσημερ-ινός, πασχαλ-ινός)].
Dictionary of Greek. 2013.